κυριεύω

κυριεύω
(AM κυριεύω) [κύριος]
παίρνω κάτι στην κατοχή μου με αγώνα, γίνομαι κύριος, κατακτώ, καταλαμβάνω, καθυποτάσσω κάποιον ή κάτι (α. «ο εχθρός κυρίευσε την πόλη» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», Πολ.)
νεοελλ.
(για πάθος) καταλαμβάνω κάποιον και δεν τόν αφήνω, υποδουλώνω, διακατέχω («τόν έχει κυριεύσει το κρασί»)
μσν.
1. γίνομαι ισχυρός
2. καταλύω
3. συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω
4. επικρατώ
5. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ κυριεύων
ο κύριος, ο δεσπότης
(μσν. -αρχ.)
1. είμαι κύριος κάποιου, κατέχω, εξουσιάζω κάποιον («ἵνα νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύση», ΚΔ)
2. κυβερνώ, διευθύνω, διοικώ («τὸν τόπον κυριεύεσθαι ὑπὸ Λευκαδίων», Αριστοτ.)
3. έχω νομικώς το δικαίωμα ή τη δύναμη να κάνω κάτι («κυριευέτωσαν οἱ πρόεδροι μέχρι πεντήκοντα δραχμῶν... ἐπιγράφειν», Αισχίν.)
4. (το αρσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ κυριεύων
(ενν. λόγος) σόφισμα τού Διοδώρου τού Μεγαρικού, σύμφωνα με το οποίο μόνο το αληθινό είναι αληθινό, είτε υπάρχει τώρα είτε πρόκειται να υπάρξει, ενώ το μη αληθινό δεν είναι δυνατό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυριεύω — κυριεύω, κυρίευσα και κυρίεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κυριεύω — κῡριεύω , κυριεύω to be lord pres subj act 1st sg κῡριεύω , κυριεύω to be lord pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύω — κυρίευσα και κυρίεψα, κυριεύτηκα, κυριευμένος 1. κατακτώ, πατώ, έχω στην κατοχή μου, υποτάσσω: Κυρίεψαν την πόλη ύστερα από πολιορκία ενός έτους. 2. για πάθος, καταλαμβάνω κάποιον και δεν τον αφήνω: Τον κυρίεψε το πιοτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυριεύετε — κῡριεύετε , κυριεύω to be lord pres imperat act 2nd pl κῡριεύετε , κυριεύω to be lord pres ind act 2nd pl κῡριεύετε , κυριεύω to be lord imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσει — κῡριεύσει , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd sg (epic) κῡριεύσει , κυριεύω to be lord fut ind mid 2nd sg κῡριεύσει , κυριεύω to be lord fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσηι — κυριεύσῃ , κυρίζω fut part act fem dat sg (epic ionic) κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj mid 2nd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord fut ind mid 2nd sg κυριεύσῃ , κυριόω pres part act fem dat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσουσι — κῡριεύσουσι , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd pl (epic) κῡριεύσουσι , κυριεύω to be lord fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κῡριεύσουσι , κυριεύω to be lord fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσουσιν — κῡριεύσουσιν , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd pl (epic) κῡριεύσουσιν , κυριεύω to be lord fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κῡριεύσουσιν , κυριεύω to be lord fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσω — κῡριεύσω , κυριεύω to be lord aor subj act 1st sg κῡριεύσω , κυριεύω to be lord fut ind act 1st sg κῡριεύσω , κυριεύω to be lord aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσῃ — κυρίζω fut part act fem dat sg (epic ionic) κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj mid 2nd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord fut ind mid 2nd sg κυριόω pres part act fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”